νεο-λεξία

νεο-λεξία

νεο-λεξία, , Zustand des Neuangeworbenen, tirocinium.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευλεξία — εὐλεξία, ἡ (Α) ωραία ομιλία, ορθή προφορά τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λεξία (< λεκτός), πρβλ. ακυρο λεξία, νεο λεξία κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • ισολεξία — ἰσολεξία, ἡ (Α) ισότητα λέξεων, ομοιότητα λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεξία (< λέξις), πρβλ. κυριο λεξία, νεο λεξία] …   Dictionary of Greek

  • προσωπολεξία — ἡ, Μ η χρησιμοποίηση τής λέξης πρόσωπον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + λεξία (< λεκτος < λέγω), πρβλ. νεο λεξία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”