- μελο-κόπος
μελο-κόπος, Glieder zerhauend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελο-κόπος, Glieder zerhauend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναστοκόπος — ναστοκόπος, ον (Α) αυτός που τρώει ναστούς ή που κόβει ναστούς, πίτες που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός «πίτα» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. καλαμο κόπος, μελο κόπος] … Dictionary of Greek