- μελησί-μβροτος
μελησί-μβροτος, den Sterblichen ein Gegenstand der Fürsorge, Pflege seiend, von den Menschen gepflegt, geachtet, ἀστέων ῥίζαν μελησίμβροτον, Pind. P. 4, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελησί-μβροτος, den Sterblichen ein Gegenstand der Fürsorge, Pflege seiend, von den Menschen gepflegt, geachtet, ἀστέων ῥίζαν μελησίμβροτον, Pind. P. 4, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek