- μελο-ποιός
μελο-ποιός, ὁ, der Liederverfertiger, der lyrische Dichter, Plat. Prot. 326 b Ion 534 a, wie Pind. oft heißt ὁ Θηβαῖος μελοποιός, vgl. S. Emp. adv. mus. 16. Auch fem., Λεσβία, Luc. Imag. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελο-ποιός, ὁ, der Liederverfertiger, der lyrische Dichter, Plat. Prot. 326 b Ion 534 a, wie Pind. oft heißt ὁ Θηβαῖος μελοποιός, vgl. S. Emp. adv. mus. 16. Auch fem., Λεσβία, Luc. Imag. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρφοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. μελο ποιός, φανο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek