- μελαν-ώδης
μελαν-ώδης, ες, = μελανοειδής, E. M. 473, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαν-ώδης, ες, = μελανοειδής, E. M. 473, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακώδης — κακώδης, ες (Α) αυτός που μυρίζει άσχημα, κάκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + ώδης (πρβλ. θερμ ώδης, μελαν ώδης)] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek