- νεηνίσκος
νεηνίσκος, νέηξ, ion. = νεανίσκος, νέαξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεηνίσκος, νέηξ, ion. = νεανίσκος, νέαξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεηνίσκος — νεηνίσκος, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. νεανίσκος … Dictionary of Greek
νεηνίσκος — νεανίσκος masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκος — ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος) νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ. β. «ἐν τε παισὶ καὶ… … Dictionary of Greek