- νεο-μάχος
νεο-μάχος, = ναυμάχος, bei sehr Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-μάχος, = ναυμάχος, bei sehr Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσίμαχος — I (Πέλλα 361 – Κύρου πεδίον, Φρυγία Μικράς Ασίας 281 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός, ηγεμόνας (323 305 π.Χ.) και κατόπιν βασιλιάς της Θράκης (305 281) και της Μακεδονίας (286 281). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην Ασία ως σωματοφύλακάς του, όπου… … Dictionary of Greek