- νεο-βλαστής
νεο-βλαστής, ές, = Folgdm, τέκνα νεοβλαστῆ, Opp. Hal. 1, 735.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-βλαστής, ές, = Folgdm, τέκνα νεοβλαστῆ, Opp. Hal. 1, 735.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευβλαστής — εὐβλαστής, ές (Α) 1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει γρήγορα («εὐβλαστῆ σπέρματα», Θεόφρ.) 2. αυτός που συντελεί στην καλή βλάστηση («ὁ εὐκρατὴς ἀήρ... εὐβλαστὴς ὢν καὶ εὔκαρπος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλαστής (< θ. βλαστέ , βλαστ ον,… … Dictionary of Greek
κακοβλαστής — κακοβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. νεο βλαστής, πολυ βλαστής] … Dictionary of Greek
πολυβλαστής — ές, Α (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια, ζωηρή βλάστηση, πολλούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. νεο βλαστής] … Dictionary of Greek
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia