- νεο-δάκρῡτος
νεο-δάκρῡτος, frisch weinend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-δάκρῡτος, frisch weinend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδάκρυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ ὀδύρμητα», Σοφ.) 2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο δάκρυτος] … Dictionary of Greek