- μελ-ανθής
μελ-ανθής, ές, schwarz blühend, schwarz gefärbt, übh. schwarz, γένος, Aesch. Suppl. 145.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελ-ανθής, ές, schwarz blühend, schwarz gefärbt, übh. schwarz, γένος, Aesch. Suppl. 145.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φάλανθος — Όνομα πόλης της αρχαίας Αρκαδίας. Ήταν χτισμένη στα N της Μαντίνειας, στο ομώνυμο βουνό. Το όνομά της είχε και ένας δήμος της Αρκαδίας, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Πιάνα. * * * ον, Α 1. αυτός που είναι φαλακρός πάνω από το μέτωπο, στο βρέγμα 2.… … Dictionary of Greek
κυανανθής — κυανανθής, ές (Α) (για τη θάλασσα) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο χρώμα («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. κύανος + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, μελ ανθής] … Dictionary of Greek
λευκανθής — ές (AM λευκανθής, ές) (για φυτό) αυτός που έχει λευκά άνθη αρχ. μτφ. λευκός («χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ανθής (< ἄνθός), πρβλ. μελ ανθής, φιλ ανθής] … Dictionary of Greek