- μελανο-δέρματος
μελανο-δέρματος, mit schwarzem Felle, Arist. H. A. 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανο-δέρματος, mit schwarzem Felle, Arist. H. A. 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκοδέρματος — λευκοδέρματος, ον (Α) αυτός που έχει λευκό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + δέρματος (< δέρμα, ατος), πρβλ. α δέρματος, μελανο δέρματος] … Dictionary of Greek
πολυδέρματος — ον, Α πολύδερμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέρματος (< δέρμα, ατος), πρβλ. μελανο δέρματος] … Dictionary of Greek
μελανάδα — η [μελανός] 1. το μαύρο χρώμα, η μελανότητα 2. η μελανωπή κηλίδα στο δέρμα που προέρχεται συνήθως από μωλωπισμό, η μελανιά 3. το μελανό χρώμα τού δέρματος που προέρχεται από ψύχος ή από παθολογικά αίτια … Dictionary of Greek