- μελανη-φόρος
μελανη-φόρος, schwarze Kleider tragend, Diener der Isis, Inscr. 2293, ff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανη-φόρος, schwarze Kleider tragend, Diener der Isis, Inscr. 2293, ff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανηφόρος — (I) ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει μελάνη («μελανηφόρος σάκος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνη + φόρος*]. (II) μελανηφόρος, ον (ΑM) βλ. μελανοφόρος … Dictionary of Greek