- μελαγ-χολώδης
μελαγ-χολώδης, ες, von schwarzgalliger, melancholischer Beschaffenheit, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαγ-χολώδης, ες, von schwarzgalliger, melancholischer Beschaffenheit, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρόχολος — η, ο / πικρόχολος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός 2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια») μσν. αρχ. χολώδης, χολερικός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek