- μελαγ-χροιής
μελαγ-χροιής, ές, = Folgd., von der dunkelbraunen Farbe eines Heldenantlitzes, Od. 16, 175; Orph. lith. 715 steht μελαγχροίης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαγ-χροιής, ές, = Folgd., von der dunkelbraunen Farbe eines Heldenantlitzes, Od. 16, 175; Orph. lith. 715 steht μελαγχροίης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek