- μελαν-όμματος
μελαν-όμματος, schwarzäugig; Plat. Phaedr. 253 d; Arist. gen. an. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαν-όμματος, schwarzäugig; Plat. Phaedr. 253 d; Arist. gen. an. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοβερόμματος — ον, Α αυτός που έχει μάτια τα οποία προξενούν φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + όμματος (< ὄμμα, ατος), πρβλ. γλαυκ όμματος, μελαν όμματος] … Dictionary of Greek