- μελανό-φυλλος
μελανό-φυλλος, = μελάμφυλλος, schwarzblätterig, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανό-φυλλος, = μελάμφυλλος, schwarzblätterig, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.