- νεοεία
νεοεία, ἡ, = νεοίη, nur Schol. Il. 23, 604.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοεία, ἡ, = νεοίη, nur Schol. Il. 23, 604.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοεία — νεοεία, ἡ (Α) βλ. νεοίη … Dictionary of Greek
νεοείαν — νεοείᾱν , νεοεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοίη — και νεοεία, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. νεότητα, νεανικό πάθος ή νεανική ορμή 2. ανώριμος τρόπος σκέψης, αφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό συμφυρμό τών νεότης και ἄνοια] … Dictionary of Greek