- νεο-γέννητος
νεο-γέννητος, = Vor., Schol. Luc. Halc. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-γέννητος, = Vor., Schol. Luc. Halc. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεογένητος — η, ο (AM θεογέννητος, Α και θεογένητος, ον) 1. ο γεννημένος από θεό 2. αυτός που αναγεννήθηκε με το βάπτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γέννητος (< γεννώ), πρβλ. α γέννητος νεο γέννητος] … Dictionary of Greek
νεκρογέννητος — η, ο νεκρογενής, νεκρογεννημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + γεννητός (< γεννώ), πρβλ. νεο γέννητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek