νεο-γλυφής

νεο-γλυφής

νεο-γλυφής, ές, neugeschnitzt, Trvphiod. 332.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευγλυφής — εὐγλυφής, ές (Α) ο εύγλυπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλυφής (< γλύφω), πρβλ. αρτι γλυφής, νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • λιθογλυφής — λιθογλυφής, ές (Α) ο λαξευμένος σε λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γλυφής (< γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»), πρβλ. ευ γλυφής, νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • πολυγλυφής — ές, ΜΑ 1. (για γλυπτά και αρχιτεκτονικά έργα) αυτός που έχει πολλές γλυπτικές παραστάσεις 2. ο στολισμένος με γλυπτικό διάκοσμο («πολυγλυφέων πυλεώνων», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλυφής (< γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»), πρβλ. νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτογλυφής — ές, Α αυτός που για πρώτη φορά ή πρόσφατα λαξεύθηκε με γλύφανο («οἷα καὶ νηῷ πρωτογλυφὲς ξόανον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γλυφής (< γλύφω), πρβλ. νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • σμαραγδογλυφής — ές, Μ αυτός που έχει σμιλευθεί σε σμάραγδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + γλυφής (< γλύφω), πρβλ. νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”