- μελικτάς
μελικτάς, ὁ, Sänger, Spieler, dor. für μελιστής; Mosch. 3, 7; Theocr. 4, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελικτάς, ὁ, Sänger, Spieler, dor. für μελιστής; Mosch. 3, 7; Theocr. 4, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελικτάς — μελικτά̱ς , μελικτής singer masc acc pl (doric) μελικτά̱ς , μελικτής singer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικτής — μελικτής, δωρ. τ. μελικτάς, ὁ (Α) [μελίζω] 1. αοιδός, μουσικός, τραγουδιστής 2. (ειδικά) αυλητής («ἐγὼ δέ τις εἰμὶ μελικτὰς κεὖ μὲν τά Γλαύκας ἀγκρούομαι», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek