- μελιχρότης
μελιχρότης, ητος, ἡ, Süßigkeit, Schol. Theocr. 7, 82.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιχρότης, ητος, ἡ, Süßigkeit, Schol. Theocr. 7, 82.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιχρότης — sweetness as of honey fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιχρότητα — μελιχρότης sweetness as of honey fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιχρότητα — η (Α μελιχρότης) [μελιχρός] η ιδιότητα τού μελιχρού, το να είναι κανείς γλυκός σαν το μέλι … Dictionary of Greek