- παρ-όψιον
παρ-όψιον, τό, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-όψιον, τό, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek