μελιταῖον

μελιταῖον

μελιταῖον, τό, nach den VLL. κυνίδιον μικρόν. S. nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελιταίος — α, ο (Α μελιταῑος, α, ον) [Μελίτη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Μελίτη, δηλ. τη Μάλτα, ή αυτός που προέρχεται από το νησί Μελίτη («ἡ δ ἴκτις ἐστὶ μὲν τὸ μέγεθος ἡλίκον Μελιταῑον κυνίδιον τῶν μικρῶν», Αριστοτ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • μαλτέζικο — Ράτσα σκύλου, πανάρχαιας ιταλικής καταγωγής. Συγκεκριμένα, κατάγεται από τη Μάλτα (ο Πλίνιος, ο Στράβων και ο Κολουμέλλας τον ονομάζουν μελιταίον κύνα, Canis melitensis) αν και ορισμένοι επιστήμονες δεν συμφωνούν με αυτή την άποψη. Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”