- μελι-τερπής
μελι-τερπής, ές, honigsüß ergötzend, μολπή, Simonds. 49 (VII, 25).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελι-τερπής, ές, honigsüß ergötzend, μολπή, Simonds. 49 (VII, 25).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιτερπής — μελιτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + τερπής (< τέρπω), θεο τερπής, θυμο τερπής] … Dictionary of Greek