μελιτόν

μελιτόν

μελιτόν, τό, nach Hesych. κηρίον ἢ τὸ ἑφϑὸν γλεῦκος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελιτόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κηρίον, ἢ τὸ ἑφθὸν γλεῡκος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. όν] …   Dictionary of Greek

  • Μέλιτον — Μελίτων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”