- μελιττοῦττα
μελιττοῦττα, ἡ, falsche Schreibung für μελιτοῦττα, s. μελιτόεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιττοῦττα, ἡ, falsche Schreibung für μελιτοῦττα, s. μελιτόεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιτόεις — μελιτόεις, εσσα, εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα) γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που … Dictionary of Greek