- μελισσάριον
μελισσάριον, τό, = μελιττάριον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελισσάριον, τό, = μελιττάριον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελισσαριό — το (Α μελισσάριον) [μέλισσα] τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῡ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. αριό (μέσω ενός… … Dictionary of Greek