μελισσο-κόμος

μελισσο-κόμος

μελισσο-κόμος, Bienen pflegend, wartend, , Bienenzüchter, Ap. Rh. 2, 131; νύμφαι, Opp. Cyn. 4, 273.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωοκόμος — ο ο ασχολούμενος με την επιστημονική παραγωγή και συντήρηση ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κομος (< κομώ), πρβλ. ανθο κόμος, μελισσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοκόμος — ὁ, ἡ αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ιχθυοκομία, ιχθυοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + κόμος (< κομῶ «ασχολούμαι»), πρβλ. ιππο κόμος, μελισσο κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • νηπιοκόμος — ο, η ο ειδικός στη φροντίδα και ανατροφή τών νηπίων, βρεφοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιο + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο κόμος, παιδοκόμος] …   Dictionary of Greek

  • οϊστοκόμος — ὀϊστοκόμος, ον (Α) (για φαρέτρα) αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά βελών («ὀϊστοκόμοιο φαρέτρης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + κόμος (< κομῶ), πρβλ. μελισσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • παρδοκόμος — ὁ, Μ θηριοτρόφος που φροντίζει λεοπαρδάλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδος + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • στρουθοκόμος — ὁ, Μ αυτός που τρέφει άγρια πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοκόμος — ο, η, ΝΑ, τ. θηλ. και τραπεζοκόμα Ν αυτός που φροντίζει για την εξυπηρέτηση τών συνδαιτυμόνων στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • ιερακοκομία — ἡ η ιερακοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κομία (< κόμος < κομώ), πρβλ. ελαιο κομία, μελισσο κομία] …   Dictionary of Greek

  • περιστεροκομία — η, Ν η περιστεροτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστέρι + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο κομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”