- μελισσο-φάγος
μελισσο-φάγος, Bienen fressend, Eust. 179, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελισσο-φάγος, Bienen fressend, Eust. 179, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορνιθοφάγος — ὀρνιθοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. μελισσο φάγος] … Dictionary of Greek