- νεο-εργής
νεο-εργής, ές, erkl. Hesych. νεωστὶ εἰργασμένος, s. νεουργής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-εργής, ές, erkl. Hesych. νεωστὶ εἰργασμένος, s. νεουργής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινοεργής — κοινοεργής, ές (AM) αυτός που έχει κοινό έργο με κάποιον άλλο, αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + εργής (< ἔργον), πρβλ. λινο εργής, νεο εργής] … Dictionary of Greek