- νεο-αρδής
νεο-αρδής, ές, neu, frisch bewässert, ἀλωή, Il. 21, 346.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-αρδής, ές, neu, frisch bewässert, ἀλωή, Il. 21, 346.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευαρδής — εὐαρδής, ές (Α) 1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.) 2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο αρδής] … Dictionary of Greek