βελόνη

βελόνη

βελόνη, ἡ (βέλος), die Spitze, bes. Nadel, Eupolis bei Poll. 10, 136; Batrachom. 130; Aesch. 3, 166 u. Sp. – Ein Fisch, Hornhecht, Ath. VII, 319 c; Arist. H. A. 9, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βελόνη — needle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόνῃ — βελόνη needle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόνη — Εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα που εκδιδόταν στην Ερμούπολη της Σύρου. Παρότι ήταν βραχύβια (16 Μαΐου έως 27 Ιουνίου 1877), θεωρείται από τις αντιπροσωπευτικότερες του είδους στην ελληνική επαρχία. * * * βλ. βελόνα …   Dictionary of Greek

  • βελόνη — η η βελόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ‘Υννις ἐξέπεσε, βελόνη δ’ οὖν ἐγένετο. — См. Променять шило на свайку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅσον ἐξέπεσε τὀ ὐννίν πάλιν βελόνη σώζει. — См. Променять шило на свайку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βελόναι — βελόνη needle fem nom/voc pl βελόνᾱͅ , βελόνη needle fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόνηι — βελόνῃ , βελόνη needle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελονῶν — βελόνη needle fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόναις — βελόνη needle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόναισιν — βελόνη needle fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”