- νεο-φώτιστος
νεο-φώτιστος, neu erleuchtet, = νεόφυτος 2), K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-φώτιστος, neu erleuchtet, = νεόφυτος 2), K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοφώτιστος — η, ο αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιόλουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φώτιστος (< φωτίζω), πρβλ. νεο φώτιστος, ολο φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek