- νεο-φύρᾱτος
νεο-φύρᾱτος, frisch geknetet, Schol. Theocr. 4, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-φύρᾱτος, frisch geknetet, Schol. Theocr. 4, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλοφύρατος — ον, Μ ζυμωμένος, ανακατεμένος με πηλό («άνθρωποι πηλοφύρατοι, χωμάτινοι τήν πλάσιν», Κων. Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + φύρατος (< φυρῶ), πρβλ. νεο φύρατος] … Dictionary of Greek