- νεο-φυής
νεο-φυής, ές, frisch gewachsen, neu keimend, Poll. 1, 231.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-φυής, ές, frisch gewachsen, neu keimend, Poll. 1, 231.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοφυής — ές (ΑΜ ὁμοφυής, ές) αυτός που έχει τήν ίδια φύση ή τις ίδιες φυσικές ιδιότητες με άλλον ή με άλλους. επίρρ... ομοφυώς (ΑΜ ὁμοφυῶς) με όμοιες φυσικές ιδιότητες, με όμοια φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φυής (< φύομαι), πρβλ. νεο φυής] … Dictionary of Greek