- μεθυ-τρόφος
μεθυ-τρόφος, Wein ziehend, nährend, ἡμερίς, Simonds. 48 (VII, 24).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθυ-τρόφος, Wein ziehend, nährend, ἡμερίς, Simonds. 48 (VII, 24).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθυτρόφος — μεθυτρόφος, ον (Α) (για την άμπελο) αυτός που παράγει κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek