- μεθυσο-χάρυβδις
μεθυσο-χάρυβδις, ἡ, die Wein-Charybdis, kom. für Weinsäuferinn, Phryn. in B. A. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθυσο-χάρυβδις, ἡ, die Wein-Charybdis, kom. für Weinsäuferinn, Phryn. in B. A. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντοχάρυβδις — ύβδεως, ή, Α η άβυσσος ή η δίκη που καταβροχθίζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + χάρυβδις* (πρβλ. γαστρο χάρυβδις, μεθυσο χάρυβδις)] … Dictionary of Greek
ποντοχάρυβδις — ύβδεως, ιων. γεν. ύβδιος, ἡ, Α (κωμ. επίθετο λαίμαργου) ρουφήχτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + Χάρυβδις (πρβλ. γαστρο χάρυβδις, μεθυσο χάρυβδις)] … Dictionary of Greek