νε-ουργής

νε-ουργής

νε-ουργής, ές, = νεουργός; Plut. Aem. P. 5; Alciphr. 3, 57.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ουργής — (ΑΜ ουργής) βλ. έργο …   Dictionary of Greek

  • ισχνουργής — ἰσχνουργής, ές (Α) λεπτοδουλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, μεγαλ ουργής] …   Dictionary of Greek

  • κλεπτουργής — κλεπτουργής, ές (Α) αυτός που κάνει κλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + ουργής (< ἔργον), πρβλ. αληθ ουργής, νε ουργής] …   Dictionary of Greek

  • κνιδιουργής — κνιδιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος στην Κνίδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κνίδος + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, λεπτ ουργής] …   Dictionary of Greek

  • ναξιουργής — ναξιουργής, ές (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί ή έχει υποστεί κατεργασία στη Νάξο ή από Ναξιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάξιος + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, μεγαλ ουργής] …   Dictionary of Greek

  • χιουργής — ές, Α 1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία στην Χίο 2. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία κατά τον τρόπο τών Χίων («κλῑναι χιουργεῑς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χῖος + ουργής (< ἔργον*), πρβλ. Ναξι ουργής, Παρι ουργής] …   Dictionary of Greek

  • καινουργής — ές (Α καινουργής, ές) 1. πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος, καινούργιος 2. φρ. «από καινουργής» εξ αρχής, εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καινο Fεργής με σίγηση τού F και συναίρεση < καινός + (F)εργής (< (F)ἔργον), πρβλ. αληθ ουργής, νε… …   Dictionary of Greek

  • κογχυλουργής — κογχυλουργής, ές (Μ) ο βαμμένος με πορφύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + ουργής (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργής] …   Dictionary of Greek

  • κορινθιουργής — κορινθιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος στην Κόρινθο, από Κορινθίους, ή κατασκευασμένος από κορινθιακό χαλκό («ὁμοίως τοῑς χαλκώμασι τοῑς κορινθιουργέσιν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορίνθιος + εργής (< ἔργον) με συναίρεση, πρβλ. βοιωτ ουργής,… …   Dictionary of Greek

  • λεπτουργής — ές (Α λεπτουργής, ές) επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.) αρχ. λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεπτο Fεργής με… …   Dictionary of Greek

  • ξυλουργής — ξυλουργής, ές (Μ) κατασκευασμένος από ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ουργής (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ ουργής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”