- μεθυ-πῖδαξ
μεθυ-πῖδαξ, ακος, weinquellend, βότρυς, Zon. 3 (VI, 22).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθυ-πῖδαξ, ακος, weinquellend, βότρυς, Zon. 3 (VI, 22).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
μεθυπίδαξ — μεθυπῑδαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῑδαξ βότρυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυ πίδαξ)] … Dictionary of Greek