- μεθυ-πλανής
μεθυ-πλανής, ές, vom Wein taumelnd, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθυ-πλανής, ές, vom Wein taumelnd, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθυπλανής — μεθυπλανής, ές (Α) αυτός που παραπατά από το μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. μέθυ «κρασί» + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. βιο πλανής, οδοι πλανής] … Dictionary of Greek