- μεθ-υπ-αλλαγή
μεθ-υπ-αλλαγή, ἡ, = ὑπαλλαγή, Schol. Soph. Ai. 292.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθ-υπ-αλλαγή, ἡ, = ὑπαλλαγή, Schol. Soph. Ai. 292.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά … Dictionary of Greek
τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… … Dictionary of Greek