- νεοτήσιος
νεοτήσιος, ον, jung, jugendlich; σκίρτημα, Antiph. bei Stob. Flor. 68, 37; ὥρα, Phocyl. 201; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοτήσιος, ον, jung, jugendlich; σκίρτημα, Antiph. bei Stob. Flor. 68, 37; ὥρα, Phocyl. 201; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοτήσιος — νεοτήσιος, ον (Α) [νεότης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεότητα ή στον νέο, ο νεανικός … Dictionary of Greek
νεοτήσιον — νεοτήσιος youthful masc/fem acc sg νεοτήσιος youthful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτησίῳ — νεοτήσιος youthful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek