- βελτίωσις
βελτίωσις, ἡ, Verbesserung, das Vesserwerden, Plut. Symp. 7, 3, 3 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βελτίωσις, ἡ, Verbesserung, das Vesserwerden, Plut. Symp. 7, 3, 3 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βελτίωσις — improvement fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτιώσει — βελτίωσις improvement fem nom/voc/acc dual (attic epic) βελτιώσεϊ , βελτίωσις improvement fem dat sg (epic) βελτίωσις improvement fem dat sg (attic ionic) βελτιόω improue aor subj act 3rd sg (epic) βελτιόω improue fut ind mid 2nd sg βελτιόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτιώσεις — βελτίωσις improvement fem nom/voc pl (attic epic) βελτίωσις improvement fem nom/acc pl (attic) βελτιόω improue aor subj act 2nd sg (epic) βελτιόω improue fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτιώσεσι — βελτίωσις improvement fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτιώσεσιν — βελτίωσις improvement fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίωσιν — βελτίωσις improvement fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Christus — (d. i. Gesalbter), der griechische, mit dem hebräischen Messias gleichbedeutende Bei u. Ehrenname Jesu, des Stifters der christlichen Religion. I. Die Geschichte seines Lebens u. Wirkens nach den historischen Büchern des N. T.: A) Abstammung u.… … Pierer's Universal-Lexikon
αμπελοκτηματίας — ο ιδιοκτήτης αμπελώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + κτηματίας. Η λ. πρωτοεμφανίζεται περί το 1852 στην εφημερίδα «Βελτίωσις»] … Dictionary of Greek
βελτίωση — η (AM βελτίωσις) [βελτιώ ( ώνω)] το να καλυτερεύει κανείς κάτι ή να καλυτερεύει ο ίδιος, η καλυτέρευση νεοελλ. φρ. 1. «βελτίωση γενετική» σύνολο διαδικασιών με αντικείμενο τη βελτίωση του κληρονομικού δυναμικού των ατόμων ενός ζωικού πληθυσμού 2 … Dictionary of Greek
γαιανθρακώδης — ( ους), ες 1. ο γαιανθρακούχος* 2. (για καύσιμη ύλη) αυτός που μοιάζει με γαιάνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ιω. Πύρλα, στην εφημερίδα Βελτίωσις] … Dictionary of Greek
δεκαπενθήμερος — η, ο 1. όποιος διαρκεί δεκαπέντε μέρες 2. (για περιοδικά έντυπα, φυλλάδια κ.λπ.) αυτός που εκδίδεται κάθε δεκαπέντε μέρες 3. το ουδ. ως ουσ. το δεκαπενθήμερο η δεκαπενθημερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπέντε + ημέρα. Η λ. δεκαπενθήμερος μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek