μιλτο-πάρῃος

μιλτο-πάρῃος

μιλτο-πάρῃος, rothwangig, bei Hom. Beiwort der Schiffe, an denen die Seitentheile der πρώρα und πρύμνα roth angestrichen waren, Il. 2, 637 Od. 9, 125, wie Apoll. L. H. bemerkt, nur von den Schiffen des Odysseus gesagt; nachgeahmt von Spätern, wie Opp. Cyn. 3, 509; Luc. Charid. 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλιπάρηος — καλλιπάρηος, ον (Α) καλλιπάρειος* (Χρυσηΐδα καλλιπάρηον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πάρηος (< αμάρτυρο *παρηή, παλαιό ιων. τ. τού παρειά), πρβλ. μιλτο πάρηος] …   Dictionary of Greek

  • μιλτοπάρηος — μιλτοπάρηος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα 2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές τής πρύμνης και τής πρώρας με μίλτο («τῷ δ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που έχει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”