- νεοττίς
νεοττίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Arist. H. A. 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοττίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Arist. H. A. 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοττίς — νεοττίς, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. νεοσσίς … Dictionary of Greek
νεοττίς — νεοσσίς girl fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσσίς — και νοσσίς και αττ. τ. νεοττίς, ἡ (Α) 1. μικρό θηλυκό πουλί 2. μτφ. (για πρόσωπα) μικρό σε ηλικία κορίτσι 3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) αἱ νοσσίδες είδος υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + επίθημα ις (πρβλ. νεωρ ίς)] … Dictionary of Greek