- νεο-σίγαλος
νεο-σίγαλος, frisch glänzend, neu funkelnd, τρόπος, Pind. Ol. 3, 4, Schol. νεοποίκιλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-σίγαλος, frisch glänzend, neu funkelnd, τρόπος, Pind. Ol. 3, 4, Schol. νεοποίκιλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιγαλώ — όω, Α καθιστώ κάτι λείο, στιλπνό, στιλβώνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το σιγαλόεις «λείος, στιλπνός, γυαλιστερός» και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. *σίγαλος (πρβλ. νεο σίγαλος)] … Dictionary of Greek