- νεο-σκαφής
νεο-σκαφής, ές, neu gegraben; Lycophr.. 1097; Schol. Eur. Phoen. 1658.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-σκαφής, ές, neu gegraben; Lycophr.. 1097; Schol. Eur. Phoen. 1658.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατασκαφής — κατασκαφής, ές (Α) ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ σκαφής, νεο σκαφής] … Dictionary of Greek
πεδοσκαφής — ές, ΜΑ 1. αυτός που σκάβει το έδαφος 2. παθ. ο σκαμμένος στη γη· [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφον» + σκαφής (< σκάφος < σκάπτω), πρβλ. νεο σκαφής] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek