- βιο-στερής
βιο-στερής, ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιο-στερής, ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχοστερής — ές, Α αυτός που έχει στερηθεί την ψυχή, την ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. βιο στερής] … Dictionary of Greek