- νεο-σπάς
νεο-σπάς, άδος, = Folgdm, ἐν νεοσπάσιν ϑαλλοῖς, Soph. Ant. 1188, vgl. frg. 445.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-σπάς, άδος, = Folgdm, ἐν νεοσπάσιν ϑαλλοῖς, Soph. Ant. 1188, vgl. frg. 445.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολοσπάς — ὁλοσπάς, άδος, ἡ (Α) αυτή που τήν κατάπιε εντελώς κάποιος με μια γουλιά, με μια ρουφηξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σπάς, άδος (< σπῶ), πρβλ. νεο σπάς] … Dictionary of Greek
παρασπάδα — η / παρασπάς, άδος, ΝΜ νεοελλ. βοτ. κλαδί που αναπτύσσεται αυτόματα από την ρίζα ενός δένδρου, παραφυάδα μσν. βλαστός, παραφυάδα που αποσπάται από το μητρικό φυτό για να φυτευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπάς, άδος (< θ. σπαδ τού σπάω / σπῶ*) … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
λιθοσπαδής — λιθοσπαδής, ές (Α) φρ. «λιθοσπαδὴς ἁρμός» το χάσμα που δημιουργείται με την απόσπαση λίθων ή μέρους βράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + σπαδής (άλλος τ. τού σπάς, άδος < σπάω), πρβλ. νεο σπαδής, νευρο σπαδής] … Dictionary of Greek
νευροσπαδής — νευροσπαδής, ές (Α) (για βέλος) με την νευρά τεντωμένη, έτοιμος για ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «χορδή τόξου» + σπαδής (άλλος τ. τού σπάς, άδος < σπάω), πρβλ. λιθο σπαδής, νεο σπαδής] … Dictionary of Greek