- νεο-σπαδής
νεο-σπαδής, ές, = νεόσπαστος, ξίφος, Aesch. Eum. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-σπαδής, ές, = νεόσπαστος, ξίφος, Aesch. Eum. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθοσπαδής — λιθοσπαδής, ές (Α) φρ. «λιθοσπαδὴς ἁρμός» το χάσμα που δημιουργείται με την απόσπαση λίθων ή μέρους βράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + σπαδής (άλλος τ. τού σπάς, άδος < σπάω), πρβλ. νεο σπαδής, νευρο σπαδής] … Dictionary of Greek
νευροσπαδής — νευροσπαδής, ές (Α) (για βέλος) με την νευρά τεντωμένη, έτοιμος για ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «χορδή τόξου» + σπαδής (άλλος τ. τού σπάς, άδος < σπάω), πρβλ. λιθο σπαδής, νεο σπαδής] … Dictionary of Greek